κλιμακίδα

κλιμακίδα
η (Α κλιμακίς, -ίδος)
1. μικρή σκάλα, σκαλίτσα («προσθεὶς τὰς κλιμακίδας τοῖς τείχεσι κατεπείραζε τῆς πόλεως», Πολ.)
2. η κλίμακα πλοίου η οποία οδηγεί στο κύτος ή στην αποβάθρα
αρχ.
1. (ως σκωπτικό επίθ.) γυναίκα η οποία σκύβοντας έβαζε την πλάτη της κατά κάποιο τρόπο ως σκαλοπάτι για να ανέλθει κάποιος αξιωματούχος σε άμαξα («τὰς ἐν Κύπρῳ κολακίδας... κλιμακίδας προσαγορευθείσας, ὅτι ταῖς γυναιξί τῶν βασιλέων ἀναβαίνειν ἐπί τάς ἁμάξας δι' αὐτῶν ὑποκατακλινόμεναι παρεῑχον», Πλούτ.)
2. ξύλινη αύλακα σε πολεμική μηχανή
3. χειρουργικό εργαλείο για ανάταξη εξαρθρωμένου μέλους
4. επιγρ. ξύλινο πλαίσιο με ανοίγματα για τοποθέτηση χρηματοκιβωτίων σε οροφή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κλῖμαξ, -ακος + κατάλ., -ίς / -ίδος (πρβλ. τυρανν-ίς)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • κλιμακίδα — κλιμακίς small ladder fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”